- άθικτος
- η , ο [ος , ον ], άθιχτος, η , ο1) нетронутый, целый; 2) девственный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άθικτος — άθικτος, η, ο και άθιχτος, η, ο 1. ανέγγιχτος: Το φαγητό έμεινε στο τραπέζι άθιχτο. 2. απείραχτος, σώος: Κοίταζαν το αρχαίο θέατρο και θαύμαζαν· τα χρόνια που πέρασαν το χαν αφήσει άθιχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄθικτος — untouched masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθικτος — και χτος, η, ο (Α ἄθικτος, ον) παθητ. 1. αυτός που δεν τόν άγγιξαν, ανέπαφος, ανέγγιχτος και συνεκδ. ακέραιος 2. ανεπηρέαστος, απρόβλητος 3. (για κοπέλες) αδιαπαρθένευτη, απείραχτη, αγνή νεοελλ. 1. αμεταχείριστος, καινούργιος 2. (με ηθική σημ.)… … Dictionary of Greek
ἀθικτότερον — ἄθικτος untouched adverbial comp ἄθικτος untouched masc acc comp sg ἄθικτος untouched neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθικτον — ἄθικτος untouched masc/fem acc sg ἄθικτος untouched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθίκτοις — ἄθικτος untouched masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθίκτου — ἄθικτος untouched masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθίκτους — ἄθικτος untouched masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθίκτων — ἄθικτος untouched masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθίκτῳ — ἄθικτος untouched masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθικτα — ἄθικτος untouched neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)